- κρύβδαν
- κρύβδᾱν prep. c. gen.,1 without the knowledge of
ἄλλον αἴνησεν γάμον κρύβδαν πατρός P. 3.13
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἄλλον αἴνησεν γάμον κρύβδαν πατρός P. 3.13
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
κρύβδαν — κρύβδᾱν , κρύβδην secretly doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρύβδην — και κρύβδα και κρυβη και κρυβήν δωρ. τ. κρύβδαν (Α) επίρρ. κρυφά, μυστικά, χωρίς να ξέρει κάποιος («εἰς τὸ τοῡ Απόλλωνος ἱερὸν ἐλθοῡσαι φερόντων ψῆφον κρύβδην», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρύβδην < θ. κρυβ (< θ. κρυπτ τού κρύπτω, που εμφανίζει… … Dictionary of Greek